διαστρεβλωτής

διαστρεβλωτής
ο тот, кто искажает, извращает что-л.

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διαστρεβλωτής" в других словарях:

  • διαστρεβλωτής — ο αυτός που διαστρεβλώνει …   Dictionary of Greek

  • παραποιητής — ο αυτός που παραποιεί κάτι, διαστρεβλωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Γ. Πασλιώτη] …   Dictionary of Greek

  • παρατρωτής — ὁ, Α [παρατιτρώσκω] διαστροφέας, διαστρεβλωτής, παραχαράκτης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»